κεκροτημένως

κεκροτημένως
κεκροτημένως, Adv., ([etym.] κροτέω)
A elaborately, of style, D.H.Comp.25 (v.l. κεκρατημένως).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεκροτημένως — (Α) επίρρ. (για το ύφος τού λόγου) σφυρηλατημένα, τεχνηέντως, κομψά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκροτημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κροτῶ «χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”